- παραπλανώ
- παραπλανάω / παραπλανώ, παραπλάνησα βλ. πίν. 60
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
παραπλανώ — παραπλανῶ, άω, Ν ΜΑ νεοελλ. 1. εκτρέπω κάποιον από τον σωστό δρόμο 2. παρασύρω κάποιον με πονηριά και επιτηδειότητα στο κακό, ξεμυαλίζω, διαφθείρω νεοελλ. μσν. εξαπατώ, ξεγελώ κάποιον αρχ. 1. πέφτω σε πλάνη, απατώμαι 2. παθ. παραπλανῶμαι, άομαι… … Dictionary of Greek
παραπλανώ — παραπλάνησα, παραπλανήθηκα, παραπλανημένος, ξεγελώ, εξαπατώ, παρασύρω, αποπλανώ κάποιον: Την παραπλάνησαν τη γριά και της φάγανε την περιουσία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παραπλάνηση — η 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού παραπλανώ, εκτροπή από την ευθεία οδό, αποπλάνηση, ξελόγιασμα 2. εξαπάτηση, ξεγέλασμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παραπλανώ. Η λ., στον λόγιο τ. παραπλάνηοις, μαρτυρείται από το 1891 στην εφημερίδα Άστυ] … Dictionary of Greek
αάω — ἀάω και συνηρ. ἄω (Α) 1. βλάπτω (τον νου), παραπλανώ, εξαπατώ, ξεμυαλίζω 2. μέσ. είμαι ανόητος, ενεργώ απερίσκεπτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < *ἀFάω, άγνωστ. ετυμ. ΠΑΡ. ἄτη. ΣΥΝΘ. ἀεσίφρων, ἄνατος] … Dictionary of Greek
αβρύνω — ἀβρύνω (Α) [αβρός] Ι. ενεργ. 1. κάνω κάτι αβρό, μαλακό 2. καλλωπίζω, ομορφαίνω, στολίζω 3. μεταχειρίζομαι κάποιον με λεπτότητα 4. παραπλανώ, πλανεύω κάποιον με τους καλούς μου τρόπους II. μέσ. 1. ζω μαλθακά 2. καυχιέμαι, υπερηφανεύομαι … Dictionary of Greek
ανασηκώνω — (Α ἀνασηκῶ, όω) 1. σηκώνω προς τα επάνω, ανυψώνω 2. (για πράγματα) παίρνω κάτι από κάτω, σηκώνω 3. παραπλανώ, ξελογιάζω αρχ. προσθέτω όσο βάρος λείπει, γίνομαι αντισήκωμα, αναπληρώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + σηκώ «ζυγίζω». ΠΑΡ. νεοελλ. ανασήκωμα,… … Dictionary of Greek
απαιολώ — ἀπαιολῶ ( άω ή έω) (Α) περιπλέκω, συγχέω, μπερδεύω, παραπλανώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < απ(ο) * + αιολώ «ποικίλλω»] … Dictionary of Greek
απατώ — (AM ἀπατῶ, άω) 1. εξαπατώ, παραπλανώ, μεταχειρίζομαι δόλο εναντίον κάποιου νεοελλ. 1. διαπράττω μοιχεία («η γυναίκα του τον απατά») 2. (για κόρη) ξεπλανεύω, ξεπαρθενεύω αρχ. 1. διαψεύδω τις ελπίδες κάποιου 2. (απολ.) είμαι απατηλός, εσφαλμένος 3 … Dictionary of Greek
αποδημαγωγώ — ἀποδημαγωγῶ ( έω) (Α) παραπλανώ με δημαγωγικά σοφίσματα … Dictionary of Greek
αφανίζω — (AM ἀφανίζω) [αφανής] 1. εξαφανίζω 2. καταστρέφω, εξοντώνω 3. καταστρέφω οικονομικά κάποιον ή κατασπαταλώ περιουσία 4. καταβάλλω, καταπονώ νεοελλ. διακορεύω, καταστρέφω ηθικά αρχ. μσν. αφαιρώ κάτι από κάποιον μσν. παραπλανώ αρχ. 1. κρύβω,… … Dictionary of Greek